- ἐξάντλησις
- ἐξάντλησιςdouchefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξαντλήσει — ἐξάντλησις douche fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐξαντλήσεϊ , ἐξάντλησις douche fem dat sg (epic) ἐξάντλησις douche fem dat sg (attic ionic) ἐξαντλέω drain aor subj act 3rd sg (epic) ἐξαντλέω drain fut ind mid 2nd sg ἐξαντλέω drain fut ind act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάντλησιν — ἐξάντλησις douche fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάντληση — η (AM ἐξάντλησις) [εξαντλώ] η άντληση από κάπου, εκκένωση, άδειασμα νεοελλ. 1. πλήρης ανάλωση, κατανάλωση, ξόδεμα («εξάντληση τροφίμων, εφοδίων, υπομονής, ανοχής» κ.λπ.) 2. ελάττωση τής φυσικής αντοχής, εξασθένηση, αδυναμία τού οργανισμού… … Dictionary of Greek
Καλλιγάς, Παύλος — (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1896). Νομικός, πολιτικός και ιστορικός. Σπούδασε στην Τεργέστη, όπου είχε μεταναστεύσει η οικογένειά του, και αργότερα στη Γενεύη, στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στη Χαϊδελβέργη. Μαθητής, στο Βερολίνο, του εγελιανού νομικού… … Dictionary of Greek
ἐξαντλήσεως — ἐξαντλήσεω̆ς , ἐξάντλησις douche fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαντλήσῃ — ἐξαντλήσηι , ἐξάντλησις douche fem dat sg (epic) ἐξαντλέω drain aor subj mid 2nd sg ἐξαντλέω drain aor subj act 3rd sg ἐξαντλέω drain fut ind mid 2nd sg ἐξαντλέω drain aor subj mid 2nd sg ἐξαντλέω drain aor subj act 3rd sg ἐξαντλέω drain fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)